καθοπτεύω

καθοπτεύω
καθοπτεύω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει
καθορᾷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. καθ-οπτεύω αντί κατ-οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”